ακοίταχτος


ακοίταχτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοίταχτος ἀ στερητικό + κοιτάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοίταχτος -η, -ο

✦ που δεν τον κοίταξαν, δεν τον φρόντισαν: είναι τόσες μέρες στο κρεβάτι ακοίταχτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακοίταχτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.