ακοίμητος


ακοίμητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοίμητος αρχαία ελληνική ἀκοίμητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοίμητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος
✦ αυτός που επαγρυπνεί: ακοίμητος φρουρός
✦ άσβηστος: κι άναψες πάθη ακοίμητα στην άδολη καρδιά μου (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.