ακοίλωτος


ακοίλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοίλωτος ἀ στερητικό + κοιλόω-ῶ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοίλωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς κοιλότητα, στον οποίο δεν έχει σχηματισθεί κοιλότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.