ακοή


ακοή
Προφορά

Ετυμολογία
ακοή αρχαία ελληνική ἀκοή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ακοή

✦ η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: η ακοή αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών ταράττεται (Κ. Καβάφης) – το γνωρίζω εξ ακοής, το έχω ακουστά
✦ (συνεκδ.) φήμη: (παροιμ.) ο Μάης έχει την ακοή κι ο Θεριστής την πείνα, ενώ θεωρούμε ότι τον Μάιο υπάρχει πείνα, στην πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει τον Ιούνιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.