ακμαίος


ακμαίος
Προφορά

Ετυμολογία
ακμαίος αρχαία ελληνική ἀκμαῖος

Ερμηνεία
ακμαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) που βρίσκεται σε ακμή, σε άνθηση των δυνατοτήτων του: με το πνεύμα καθαρό και τις δυνάμεις ακμαίες (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα
δυνατός, σφριγηλός
Αντίθετα
καταπεσμένος
Επιρρήματα
ακμαία (Κ ακμαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.