ακμάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ακμάζω αρχαία ελληνική ἀκμάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ακμάζω
✦ βρίσκομαι σε ακμή, στο ανώτατο σημείο της ανάπτυξης: ακμάζει το εμπόριο ηλεκτρονικών – ακμάζει η βιομηχανία αυτοκινήτων
✦ (για πρόσ.) βρίσκομαι στην εποχή που οι σωματικές ή πνευματικές δυνάμεις μου είναι στο ανώτατο σημείο: η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα ήταν έντονη αλλά άκμασε, κυρίως, την τελευταία δεκαετία
Συνώνυμα
ανθώ
Αντίθετα
παρακμάζω, φθίνω
Επιρρήματα
–