ακλώσητος


ακλώσητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακλώσητος ἀ στερητικό + κλωσώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακλώσητος -η, -ο

✦ για κότα, που δεν κλώσησε ή δεν κλωσά τ’ αβγά της
✦ που δεν γεννά αβγά
✦ (για αβγά) που δεν επωάστηκαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.