ακλόνητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακλόνητος μεταγενέστερη ελληνική ἀκλόνητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακλόνητος -η, -ο
✦ που δεν κλονίζεται, δεν ταλαντεύεται, σταθερός: ήρεμη, ακλόνητη βεβαιότητα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
ασάλευτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακλόνητα:πίστευε ακλόνητα στη δική του αξία, στην υπεροχή του (Γ. Θεοτοκάς) (Κ ακλονήτως)