ακλυδώνιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακλυδώνιστος μεταγενέστερη ελληνική ἀκλυδώνιστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακλυδώνιστος -η, -ο
✦ που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράζεται από τα κύματα
✦ (μτφ. ) που αντιμετωπίζει αντίξοες περιστάσεις με ψυχραιμία, ατάραχος: η κυβέρνηση προχωρεί ακλυδώνιστη στην ολοκλήρωση του προγράμματός της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακλυδώνιστα (Κ ακλυδωνίστως)