ακληρονόμητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακληρονόμητος μεταγενέστερη ελληνική ἀκληρονόμητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακληρονόμητος -η, -ο
✦ ο χωρίς κληρονόμους, άκληρος
✦ που δεν έχει κληροδοτηθεί, δεν περιήλθε σε κληρονόμους: περιουσία ακληρονόμητη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–