ακλήτευτος


ακλήτευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακλήτευτος ἀ στερητικό + κλητεύομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακλήτευτος -η, -ο

✦ που δεν κλητεύθηκε, δεν έλαβε κλήση για να παραστεί σε δικαστήριο: ακλήτευτοι μάρτυρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.