ακκλησίαστος


ακκλησίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακκλησίαστος ἀ στερητικό + εκκλησιάζομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακκλησίαστος -η, -ο

✦ που δεν εκκλησιάζεται ή δεν εκκλησιάστηκε
✦ αυτός στον οποίο έχει επιβληθεί ποινή αποκλεισμού από την εκκλησία

Συνώνυμα
αλειτούργητος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.