ακαταλαβίστικος
Προφορά
Ετυμολογία
ακαταλαβίστικος ἀ στερητικό + θ. του ρήματος καταλαβαίνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακαταλαβίστικος -η, -ο
✦ όχι κατανοητός, που δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει
Συνώνυμα
ανεξήγητος, ακατανόητος
Αντίθετα
κατανοητός
Επιρρήματα
ακαταλαβίστικα