ακαταλάγιαστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακαταλάγιαστος ἀ στερητικό + καταλαγιάζω (= ηρεμώ)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακαταλάγιαστος -η, -ο
✦ που δεν ηρέμησε ή δεν μπορεί να ηρεμήσει: στα μάτια του έκαιγε ακαταλάγιαστη φλόγα (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
αγαλήνευτος, ακαθησύχαστος, ανήσυχος
Αντίθετα
καταλαγιασμένος, γαληνεμένος
Επιρρήματα
ακαταλάγιαστα