ακατακύρωτος


ακατακύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακατακύρωτος ἀ στερητικό + κατακυρόω -ώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακατακύρωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν προσέλαβε εγκυρότητα με ειδική επίσημη πράξη: ακατακύρωτη κληρονομιά
✦ που δεν εκδικάστηκε οριστικά: ακατακύρωτος πλειστηριασμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.