ακατακάθιστος


ακατακάθιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακατακάθιστος ἀ στερητικό + κατακαθίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακατακάθιστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν κατακάθισε, δεν καταστάλαξε: ακατακάθιστη στάχτη – ακατακάθιστος καφές
✦ που δεν κατευνάστηκε ακόμη: ακατακάθιστος θυμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.