ακαταδυνάστευτος


ακαταδυνάστευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαταδυνάστευτος ἀ στερητικό + καταδυναστεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαταδυνάστευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν καταπιέζεται από δυνάστη
✦ αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, που δεν μπορεί κανείς να τον καταδυναστεύσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.