ακαταδεξία
Προφορά
Ετυμολογία
ακαταδεξία ακατάδεκτος
Ερμηνεία
ακαταδεξία
✦ η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ακατάδεκτου (βλ. λ.) : με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει (Γ. Ρίτσος)
Συνώνυμα
περηφάνια, υπεροψία
Αντίθετα
καταδεκτικότητα
Επιρρήματα
–