ακατάγραπτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατάγραπτος ἀ στερητικό + καταγράφω
Ερμηνεία
ακατάγραπτος
✦ κ. -φτος κ. -φος, -η, -ο επίθ. (Κ -πτος, -ος, -ον) αυτός που δεν έχει καταγραφεί, ακαταχώριστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καταγραμμένος, καταχωρισμένος
Επιρρήματα
–