ακατάβρεχτος


ακατάβρεχτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακατάβρεχτος ἀ στερητικό + καταβρέχω

Ερμηνεία
ακατάβρεχτος

✦ κ. -κτος, -η, -ο επίθ. αυτός που δεν τον κατάβρεξαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.