ακαρύκευτος


ακαρύκευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαρύκευτος ἀ στερητικό + καρυκευτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαρύκευτος -η, -ο

✦ ο χωρίς καρυκεύματα, χωρίς αρτύματα: ακαρύκευτα φαγητά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.