αθόρυβος
Προφορά
Ετυμολογία
αθόρυβος αρχαία ελληνική ἀθόρυβος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αθόρυβος -η, -ο
✦ ο χωρίς θόρυβο, που εργάζεται ή λειτουργεί χωρίς να προκαλεί θόρυβο: αθόρυβος κινητήρας
✦ (για πρόσωπα) σεμνός, που αποφεύγει το θόρυβο, τη διαφήμιση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θορυβώδης
Επιρρήματα
αθόρυβα (Κ αθορύβως)