αθροιστικός


αθροιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αθροιστικός μεταγενέστερη ελληνική ἀθροιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αθροιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την άθροιση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αθροιστικά (Κ αθροιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.