αθρακιά


αθρακιά
Προφορά

Ετυμολογία
αθρακιά αρχαία ελληνική ἀνθρακιά

Ερμηνεία
αθρακιά

✦ σωρός από αναμμένα κάρβουνα: γυρίζουνε αργά αργά τις σούβλες, η ανθρακιά είναι πυρωμένη (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.