αθιβολή


αθιβολή
Προφορά

Ετυμολογία
αθιβολή μεταγενέστερη ελληνική ἀμφιβολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αθιβολή

✦ αμφιβολία
✦ ομιλία, συζήτηση
✦ αντιλογία, φιλονικία
✦ υπαινιγμός
✦ επίπληξη
✦ συκοφαντία, δυσφήμιση
✦ θέμα συζήτησης: κι αθιβολές δεν είχανε κι αθιβολές εφέραν απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.