αθηροσκλήρωση


αθηροσκλήρωση
Προφορά

Ετυμολογία
αθηροσκλήρωση μεταγενέστερη ελληνική ἀθήρωμα

Ερμηνεία
αθηροσκλήρωση

✦ (Κ -σις, -εως) χρόνια πάθηση των αρτηριών που προέρχεται από αθήρωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.