αθηναίικος


αθηναίικος
Προφορά

Ετυμολογία
αθηναίικος Αθήνα

Ερμηνεία
αθηναίικος

✦ -ή, -ό κ. αθηναίικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο προερχόμενος από την Αθήνα, ο σχετικός με την Αθήνα ή χαρακτηριστικός της Αθήνας: αθηναίικη λιακάδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.