αθεόφοβος


αθεόφοβος
Προφορά

Ετυμολογία
αθεόφοβος ἀ στερητικό + μεταγενέστερη ελληνική θεόφοβος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αθεόφοβος -η, -ο

✦ που δε φοβάται το Θεό
✦ φαύλος, ικανός για οποιαδήποτε κακοήθεια: τι να πει ένας τοκογλύφος, ένας αθεόφοβος, ένας που έκαμε παράδες παίρνοντας τα χωράφια του ενός… (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα
θεομπαίχτης
Αντίθετα
θεοφοβούμενος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.