αθετώ


αθετώ
Προφορά

Ετυμολογία
αθετώ μεταγενέστερη ελληνική ἀθετῶ

Ερμηνεία
ρήμα αθετώ -είς, -εί

✦ παραβαίνω, καταπατώ όρκο, υπόσχεση, νόμο: αθέτησε τη συμφωνία μας
✦ απορρίπτω νόθο χωρίο ή λέξη κειμένου, οβελίζω: ο σχολιαστής αθετεί πολλούς στίχους επειδή τους θεωρεί μεταγενέστερες προσθήκες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.