αθεράπευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αθεράπευτος αρχαία ελληνική ἀθεράπευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αθεράπευτος -η, -ο
✦ ο αγιάτρευτος, που δε θεραπεύεται
✦ (μτφ. ) που δεν διορθώνεται: αθεράπευτη γραφειοκρατία
✦ ο επίμονα δοσμένος σε κάποιο πάθος: αθεράπευτος ρομαντικός
Συνώνυμα
ανίατος ,αδιόρθωτος, αμετανόητος
Αντίθετα
γιατρεμένος, θεραπευμένος
Επιρρήματα
αθεράπευτα (Κ αθεραπεύτως)