αθεμελίωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αθεμελίωτος μεταγενέστερη ελληνική ἀθεμελίωτος
Ερμηνεία
αθεμελίωτος
✦ -η, -ο κ. αθεμέλιωτος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο χωρίς θεμέλια, χωρίς έρεισμα ή που δεν έχει θεμελιωθεί
✦ ο χωρίς λογική βάση
Συνώνυμα
αβάσιμος, αστήριχτος
Αντίθετα
θεμελιωμένος
Επιρρήματα
αθεμελίωτα