αθαυματούργητος


αθαυματούργητος
Προφορά

Ετυμολογία
αθαυματούργητος ἀ στερητικό + θαυματουργώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αθαυματούργητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έκανε ή δεν μπορεί να κάνει θαύματα: άγιος αθαυματούργητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.