αθίγγανος


αθίγγανος
Προφορά

Ετυμολογία
αθίγγανος μεσαιωνική ελληνική ἀθίγγανος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αθίγγανος

✦ θηλ. αθιγγανίς, -ίδος (κ. ατσίγγανος) γύφτος, τσιγγάνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.