αθέτηση
Προφορά
Ετυμολογία
αθέτηση μεταγενέστερη ελληνική ἀθέτησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αθέτηση
✦ παράβαση, καταπάτηση: αθέτηση συμφωνίας
✦ απόρριψη λέξης ή χωρίου κειμένου, επειδή θεωρούνται νόθα: αθέτηση στίχων των ομηρικών επών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–