αθάρρευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αθάρρευτος ἀ στερητικό + θαρρεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αθάρρευτος -η, -ο
✦ που δεν έχει θάρρος ή δεν παίρνει εύκολα θάρρος, άτολμος, διστακτικός: πρωτόβγαλτος κι αθάρρευτος κι ακάτεχος του κόσμου (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–