αθάνατος


αθάνατος
Προφορά

Ετυμολογία
αθάνατος αρχαία ελληνική ἀθάνατος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αθάνατος -η, -ο

✦ που δεν πεθαίνει, αιώνιος: και συ, αθάνατη, εσύ θεία, που ό,τι θέλεις ημπορείς (Διον. Σολωμός)
✦ οι αθάνατοι, οι θεοί: εχθαίρουσιν οι αθάνατοι την ψυχήν… των αχαρίστων (Α. Κάλβος)
✦ ένδοξος, αλησμόνητος
✦ εξαιρετικά ανθεκτικός, που δεν υπόκειται σε φθορά: αθάνατο ρούχο
✦ στη δημοτική παράδοση, αθάνατο νερό, το νερό που δίνει αθανασία σ’ όποιον το πίνει
✦ πληθ. αθάνατοι ως ουσ., (ειρων.) προσηγορία των μελών Ακαδημίας

Συνώνυμα
απέθαντος
Αντίθετα
θνητός
Επιρρήματα
αθάνατα (Κ αθανάτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.