αθάμπωτος


αθάμπωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αθάμπωτος ἀ στερητικό + θαμπώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αθάμπωτος -η, -ο

✦ που δε θαμπώθηκε ή δε θαμπώνεται: ποιος θα μπορέσει αθάμπωτος το υπέρλευκο κρίνο να μυριστεί; (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.