αηθικισμός


αηθικισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αηθικισμός ἀ στερητικό + ηθική• απόδοση στα ελληνικά του └γαλλ┘ όρου immoralisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αηθικισμός

✦ θεωρία που προτείνει ηθικές αρχές διαφορετικές από τις ισχύουσες (σε αντίθεση προς τον αμοραλισμό που αρνείται την ύπαρξη ηθικών αξιών): ο Νίτσε είναι ο κύριος εκπρόσωπος του αηθικισμού
✦ τάση αμφισβήτησης των ηθικών αξιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.