αηδόνι


αηδόνι
Προφορά

Ετυμολογία
αηδόνι μεσαιωνική ελληνική ἀηδόνι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αηδόνι

✦ θηλ. αηδόνα (Κ η αηδών, -όνος) καλλικέλαδο πουλί: πουλιά του παραδείσου ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαριά (Μ. Μαλακάσης)
(μτφ. ) άνθρωπος με πολύ γλυκιά φωνή, καλλίφωνος ή ιδιαίτερα εύγλωττος: ήταν το αηδόνι της βουλής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.