αηδιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αηδιάζω αηδία
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αηδιάζω
✦ αισθάνομαι αηδία, αποστροφή: δεν μου αρέσουν τα ψάρια, αηδιάζω και μόνο που τα βλέπω
✦ (μτβ.) προκαλώ αηδία: τα μαγειρεμένα με βούτυρο φαγητά με αηδιάζουν – με αηδιάζει η συμπεριφορά του
Συνώνυμα
σιχαίνομαι, αναγουλιάζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–