αηδής
Προφορά
Ετυμολογία
αηδής αρχαία ελληνική ἀηδής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αηδής -ής, -ές
✦ ο δυσάρεστος στη γεύση και γενικότερα, στις αισθήσεις
✦ (για πρόσ.) απεχθής, δυσάρεστος
Συνώνυμα
σιχαμερός, αναγουλιαστικός
Αντίθετα
νόστιμος, ευχάριστος
Επιρρήματα
αηδώς