αζύγιστος


αζύγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αζύγιστος ἀ στερητικό + ζυγίζω

Ερμηνεία
αζύγιστος

✦ κ. αζύγιαστος, -η, -ο επίθ. ο μη ζυγισμένος
(μτφ. ) που δε σταθμίστηκε σωστά

Συνώνυμα

Αντίθετα
ζυγισμένος, μετρημένος, υπολογισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.