αζόριστος


αζόριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αζόριστος ἀ στερητικό + ζορίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αζόριστος -η, -ο

✦ αυτός που γίνεται χωρίς ζόρι, χωρίς δυσκολία, αβίαστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.