αζωήρευτος


αζωήρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αζωήρευτος ἀ στερητικό + ζωηρεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αζωήρευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν ζωήρεψε ή δεν μπορεί να ζωηρέψει, που δεν είναι ζωηρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.