αζούπηχτος


αζούπηχτος
Προφορά

Ετυμολογία
αζούπηχτος ἀ στερητικό + ζουπώ

Ερμηνεία
αζούπηχτος

✦ αυτός που δεν ζουπίχτηκε, απίεστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.