αζευγάρωτος


αζευγάρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αζευγάρωτος ἀ στερητικό + ζευγαρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αζευγάρωτος -η, -ο

✦ ο αταίριαστος, αυτός που δε ζευγαρώνει, δεν μπορεί να συνδεθεί με άλλον
✦ (για ανθρώπους ή ζώα) που δε ζευγαρώθηκε με άτομο του αντίθετου φύλου για αναπαραγωγή

Συνώνυμα
παράταιρος
Αντίθετα
ζευγαρωμένος
Επιρρήματα
αζευγάρωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.