αζαχάριαστος


αζαχάριαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αζαχάριαστος ἀ στερητικό + ζαχαριάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αζαχάριαστος -η, -ο

✦ που δεν ζαχάριασε, δεν σχημάτισε κρυστάλλους ή χυμό από ζάχαρη
✦ αυτός που δεν αναμείχθηκε με ζάχαρη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.