αζήτητος


αζήτητος
Προφορά

Ετυμολογία
αζήτητος αρχαία ελληνική ἀζήτητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αζήτητος -η, -ο

✦ ο αγύρευτος, που δεν τον ζητά κανείς: εμπόρευμα αζήτητο – φρ. έμεινε στα αζήτητα

Συνώνυμα

Αντίθετα
περιζήτητος
Επιρρήματα
αζήτητα (Κ αζητήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.