αετός


αετός
Προφορά

Ετυμολογία
αετός αρχαία ελληνική ἀετός και αἰετός, από την ίδια ρίζα με το ἀίσσω (= ορμώ)

Ερμηνεία
αετός

✦ μεγάλο, γαμψώνυχο αρπακτικό πουλί: κατέβη αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του (δημ. τραγ.)
(μτφ. ) άνθρωπος εξαιρετικά ικανός στο χειρισμό των υποθέσεών του, και στην εκμετάλλευση ευκαιριών
✦ χαρταετός: όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα (Ν. Καρούζος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.