αερόψυκτος
Προφορά
Ετυμολογία
αερόψυκτος αήρ, αέρος + ψύχω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αερόψυκτος -η, -ο
✦ για συσκευές, όργανα κτλ. που ψύχονται και αποφεύγεται η υπερθέρμανσή τους, κατευθείαν από τον αέρα: αερόψυκτος κινητήρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–